Тіло στα ελληνικά
Μετάφραση: тіло, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόθεμα, ψοφίμι, σώμα, σάρκα, παρακρατώ, κουφάρι, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благальний στα ελληνικά - υπεράσπιση, υπόμνημα, υπομνήματος, διαδικαστικού εγγράφου, υπόμνημά
- відклеєний στα ελληνικά - ξεφλουδίσει, ξεφλουδιστεί μακριά, αποκολλάται, αποκολλήθηκε, αποκολληθεί
- канавка στα ελληνικά - οχετός, καραμπίνα, τουφέκι, ρείθρο, σχισμή, υποδοχή, σχισμής, ...
- крислатий στα ελληνικά - χείλος, γείσο, χείλους, brim, χείλο
Τυχαίες λέξεις
Тіло στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόθεμα, ψοφίμι, σώμα, σάρκα, παρακρατώ, κουφάρι, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Μεταφράσεις: απόθεμα, ψοφίμι, σώμα, σάρκα, παρακρατώ, κουφάρι, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα