Убивати στα ελληνικά
Μετάφραση: убивати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δολοφονώ, πελεκώ, θάνατος, σφαγή, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Μεταφράσεις
- багнистий στα ελληνικά - σπογγώδης, μαλακός, χυμώδης, πλαδαρός
- годувальник στα ελληνικά - στοίχημα, στοιχηματίζω, βιοπαλαιστής, βιοποριστής, προστάτη της οικογένειας, κουβαλητή, στήριγμα της οικογένειας
- йоркшир στα ελληνικά - εσύ, σας, εσείς, Γιόρκσαϊρ, Γιορκσάιρ, Yorkshire, γιόρκσιρ, ...
- курсор στα ελληνικά - κέρσορας, δρομέας, δρομέα, κέρσορα, δείκτη
Τυχαίες λέξεις
Убивати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δολοφονώ, πελεκώ, θάνατος, σφαγή, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Μεταφράσεις: δολοφονώ, πελεκώ, θάνατος, σφαγή, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση