Улесливий στα ελληνικά
Μετάφραση: улесливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολακευτικός, wheedling
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- друг στα ελληνικά - φίλοι, φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, ο φίλος
- друкований στα ελληνικά - τυπογράφος, τυπωμένα, τυπωμένο, τυπωμένες, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί
- керованість στα ελληνικά - διαχειρισιμότητα, διαχείρισης, δυνατότητα διαχείρισης, διαχειρισιμότητας, τη διαχειρισιμότητα
- макет στα ελληνικά - πιπίλα, μοντέλο, πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλου, το μοντέλο
Τυχαίες λέξεις
Улесливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολακευτικός, wheedling
Μεταφράσεις: κολακευτικός, wheedling