Κολακευτικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κολακευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облесний, утішний, улесливий, облесливий, влесливий
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακευτικός
κολακευτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κολακευτικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κολέγιο στα ουκρανικά - колегія, коледж, університет, корпорація, коледжу, колледж
- κολίγας στα ουκρανικά - орендар, наймати, орендувати, найняти, наймачі, Crofters
- κολακεύω στα ουκρανικά - який, лестить, догодіть, підлещувати, лестити, поки-що, льстить, ...
- κολασμένος στα ουκρανικά - засуджений, триклятий, клятий, огидний, проклятий
Τυχαίες λέξεις
Κολακευτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: облесний, утішний, улесливий, облесливий, влесливий
Μεταφράσεις: облесний, утішний, улесливий, облесливий, влесливий