Уміння στα ελληνικά
Μετάφραση: уміння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμοδιότητα, αποτελεσματικότητα, τέχνη, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- еквілібрист στα ελληνικά - ισορροπιστής, κατανεμητής, εξισορρόπησης του, balancer, αντίβαρο εξισορρόπησης
- засівання στα ελληνικά - σπορά, σποράς, τη σπορά, η σπορά, για σπορά
- зворушливий στα ελληνικά - κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
- крайка στα ελληνικά - ούγια, πλευρική νεύρωση, πλευρικής νεύρωσης, σχοινί πλάγιας ενίσχυσης, ούγιας
Τυχαίες λέξεις
Уміння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα, αποτελεσματικότητα, τέχνη, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα, αποτελεσματικότητα, τέχνη, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά