Уміти στα ελληνικά

Μετάφραση: уміти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαβαίνω, μπορώ, κουτί, κατανοώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Уміти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акторський στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
  • бунтівливий στα ελληνικά - σκίζω, ανυπότακτος, στασιαστικός, επαναστατική, επαναστατικές, επαναστατικός
  • віра στα ελληνικά - πίστη, πεποίθηση, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
  • грабарка στα ελληνικά - τύμβος, Grabarka
Τυχαίες λέξεις
Уміти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαβαίνω, μπορώ, κουτί, κατανοώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση