Уособлювати στα ελληνικά

Μετάφραση: уособлювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεικόνιση, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, ενσωματώνω, υποδύομαι, υποδυθείτε, πλαστοπροσωπία, υποδύεστε, να υποδυθείτε
Уособлювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аудит στα ελληνικά - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
  • депозитарій στα ελληνικά - θεματοφύλακας, θεματοφύλακα, του θεματοφύλακα, θεματοφυλακής
  • комаре στα ελληνικά - μουσίτσα, κουνούπι, σκνίπα, παρασίτων, παρασίτων του, των παρασίτων του
  • кровопивець στα ελληνικά - krovopyvets
Τυχαίες λέξεις
Уособлювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεικόνιση, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, ενσωματώνω, υποδύομαι, υποδυθείτε, πλαστοπροσωπία, υποδύεστε, να υποδυθείτε