Ενσαρκώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зображати, втільте, уособлювати, об'єднувати, втілений, втілена, втілено, утілений
Ενσαρκώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω

ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενσαρκώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενοχοποιώ στα ουκρανικά - приріст, побільшення, прирощення, диференціал, вплутувати, втягувати, уплутувати
  • ενσάρκωση στα ουκρανικά - втілення, здійснення
  • ενσπείρω στα ουκρανικά - поширювати, засівати, насаджувати, вселяти, навіювати, викликати
  • ενσταλάζω στα ουκρανικά - порушення, підбурювачі, зазіхання, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зображати, втільте, уособлювати, об'єднувати, втілений, втілена, втілено, утілений