Уповноважувати στα ελληνικά

Μετάφραση: уповноважувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Уповноважувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гагара στα ελληνικά - δύτης, Loon, παλαβός, Λοόν, Λουν, ίοοη
  • газом στα ελληνικά - πληθωριστικός, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
  • гнида στα ελληνικά - κόνιδα ψείρας, NIT, ΝΙΤ, κόνιδα, ψείρα
  • кандидат στα ελληνικά - αιτών, υποψήφιος, φιλόδοξος, υποψήφιες, υποψήφια, υποψήφιων, υποψήφιο
Τυχαίες λέξεις
Уповноважувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν