Διαπιστεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уповноважити, повірити, уповноважувати, довіряти, акредитувати
Διαπιστεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπιστεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα ουκρανικά - проникність, проникливість
  • διαπερνώ στα ουκρανικά - проходити, охоплювати, осягати, пронизувати, проникати
  • διαπιστώνω στα ουκρανικά - пересвідчіться, розбити, пересвідчитися, установлювати, закласти, з'ясувати, влаштовувати, ...
  • διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά - аргументувати, привиди, аргументуйте, карантини, переконувати, сперечатися, сперечатись, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уповноважити, повірити, уповноважувати, довіряти, акредитувати