Урівноважений στα ελληνικά

Μετάφραση: урівноважений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, ακόμα, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
Урівноважений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вихований στα ελληνικά - φυλής, εκτρέφονται, εκτραφεί, που εκτρέφονται, γένους
  • дзюрчати στα ελληνικά - ανταπαντώ, συμπλέκομαι, αντίλογος, απαντώ, κυματισμός, κυμάτωση, κυμάτωσης, ...
  • запруда στα ελληνικά - φράγμα, φραγμός, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
  • маніфестувати στα ελληνικά - εκδήλωση, δηλωτικό, πρόδηλη, πρόδηλο, πρόδηλης, πρόδηλα
Τυχαίες λέξεις
Урівноважений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, ακόμα, ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης