Усмоктуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: усмоктуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блазень στα ελληνικά - παλαβός, κλόουν, clown, κλόουν που, γελωτοποιός, παλιάτσος
- десант στα ελληνικά - καταγωγή, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
- запечатувати στα ελληνικά - τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, ...
- йорж στα ελληνικά - ασβός, παρενοχλώ, περιλαίμιο, τραχηλιά, Ruff, χοντροσκαλίδρα, Μαχητής
Τυχαίες λέξεις
Усмоктуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε