Уступати στα ελληνικά
Μετάφραση: уступати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχωρώ, αναβάλλω, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армований στα ελληνικά - ενίσχυση, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο
- жіночий στα ελληνικά - θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
- крім στα ελληνικά - εκτός, όμως, χωριστά, αποκλειστικός, διασώζω, αποκρούω, αλλά, ...
- маса στα ελληνικά - ογκώδης, τεράστιος, ωκεανός, ακαθάριστος, χοντρός, αισχρός, στρατός, ...
Τυχαίες λέξεις
Уступати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχωρώ, αναβάλλω, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται
Μεταφράσεις: παραχωρώ, αναβάλλω, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται