Αναβάλλω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкладіться, рахуватися, уступати, відкласти, післяпологовий, одурманення, кіоск, киоск
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβάλλω
αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναβάλλω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναίσχυντα στα ουκρανικά - безсоромно
- αναβάθμιση στα ουκρανικά - поновлення, модернізація, модернізації, модернізацію
- αναβάτης στα ουκρανικά - алея, прогулянка, диск-жокей, кататися, їзда, жокей
- αναβίωση στα ουκρανικά - ревізійний, відродження, Возрождение
Τυχαίες λέξεις
Αναβάλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відкладіться, рахуватися, уступати, відкласти, післяпологовий, одурманення, кіоск, киоск
Μεταφράσεις: відкладіться, рахуватися, уступати, відкласти, післяпологовий, одурманення, кіоск, киоск