Утримуючий στα ελληνικά

Μετάφραση: утримуючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφυλακτικότητα, ολιγολογία, περιέχουν, περιέχει, που περιέχουν, που περιέχει, περιείχε
Утримуючий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амфітеатр στα ελληνικά - αμφιθέατρο, αμφιθεάτρου, αμφιθεατρικά, αμφιθεατρικό, αμφιθεατρική
  • бочка στα ελληνικά - κουτουλώ, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • віха στα ελληνικά - κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
  • лексикографічний στα ελληνικά - λεξικογραφικά, λεξικογραφική, λεξικογραφικών, λεξικογραφικής, λεξικογραφικού
Τυχαίες λέξεις
Утримуючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφυλακτικότητα, ολιγολογία, περιέχουν, περιέχει, που περιέχουν, που περιέχει, περιείχε