Ухопитися στα ελληνικά

Μετάφραση: ухопитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Ухопитися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атеїст στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστής, άθεο, αθεϊστική, αθεϊστή
  • біноклі στα ελληνικά - διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, διοπτρών
  • гербарій στα ελληνικά - συλλογή ξηρών βοτάνων, ερμπαρίου, φυτολογίων, βοτανολόγιο, φυτολογίου
  • корпус στα ελληνικά - κέλυφος, μπαούλο, θάλαμος, θαλάμη, σεντούκι, κοιλότητα, σώμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Ухопитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών