Ущухнути στα ελληνικά
Μετάφραση: ущухнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχωρώ, uschuhnuty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- грузовики στα ελληνικά - φορτηγό, Φορτηγά, μεταφορές, Trucks, οχήματα, τα φορτηγά
- другосортний στα ελληνικά - δεύτερη καλύτερη, δεύτερο καλύτερο, δεύτερης καλύτερης αξιολόγησης, της δεύτερης καλύτερης, τη δεύτερη καλύτερη
- жилкуватий στα ελληνικά - διέξοδος, τρύπα, nervate, nervate που
- залізниця στα ελληνικά - σιδηροδρομικός, σιδηρόδρομος, σιδηροδρομικό, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομική
Τυχαίες λέξεις
Ущухнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχωρώ, uschuhnuty
Μεταφράσεις: υποχωρώ, uschuhnuty