Фахівець στα ελληνικά
Μετάφραση: фахівець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Μεταφράσεις
- врівноваженість στα ελληνικά - γαλήνη, ησυχασμός, ηρεμία, ισορροπία, παράστημα, poise, Ροίδε, ...
- злоба στα ελληνικά - σπλήνα, εχθρότητα, χολή, καταφορά, εμπάθεια, κακεντρέχεια, κακό, ...
- кругова στα ελληνικά - κυκλικός, εγκύκλιος, κυκλική, κυκλικό, κυκλικής
- лазуровий στα ελληνικά - γαλανός, γαλάζιο, γαλάζια, γαλανά, καταγάλανα
Τυχαίες λέξεις
Фахівець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων