Фізичний στα ελληνικά
Μετάφραση: фізичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωματικός, σωματικά, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Μεταφράσεις
- висловлюватися στα ελληνικά - μιλούν, μιλήσει, μιλήσουν, μιλήσω, οφείλετε να το
- вищий στα ελληνικά - ανώτατος, άνω, υψηλότερη, υψηλότερες, υψηλότερο, υψηλότερα, τριτοβάθμιας
- конверт στα ελληνικά - φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
- людський στα ελληνικά - ανθρώπινος, άνθρωπος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
Τυχαίες λέξεις
Фізичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωματικός, σωματικά, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Μεταφράσεις: σωματικός, σωματικά, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής