Σωματικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: σωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фізичний, фізична, фізичне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματικός
σωματικός έλεγχος, σωματικός πόνος, σωματικός μωσαϊκισμός, σωματικός εκφοβισμός, σωματικός δείκτης, σωματικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωματικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σωματειακός στα ουκρανικά - згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos
- σωματικά στα ουκρανικά - тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна
- σωματοφύλακας στα ουκρανικά - ескорт, охоронець, Особистий охоронець, телохранитель, тілоохоронець
- σωπαίνω στα ουκρανικά - мовчання, бороти, переборювати, тиша, тримати, триматиме
Τυχαίες λέξεις
Σωματικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: фізичний, фізична, фізичне
Μεταφράσεις: фізичний, фізична, фізичне