Харчуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: харчуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γευματίζω, διαιτολόγιο, δειπνώ, διατροφή, παροιμία, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вишити στα ελληνικά - ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
- віршотворець στα ελληνικά - ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
- книгосховище στα ελληνικά - στοιβάδα, σωρός, στοίβες, stacks, στοιβών, σωρούς, σωρών
- мерехтіння στα ελληνικά - λαμπερός, σπινθηροβόλος, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
Τυχαίες λέξεις
Харчуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γευματίζω, διαιτολόγιο, δειπνώ, διατροφή, παροιμία, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Μεταφράσεις: γευματίζω, διαιτολόγιο, δειπνώ, διατροφή, παροιμία, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε