Хвилювати στα ελληνικά
Μετάφραση: хвилювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κινούμαι, κινώ, παριστάνω, ανακατεύω, επηρεάζω, αναδεύω, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акушерки στα ελληνικά - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
- божественність στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- впорядковування στα ελληνικά - παραγγελία, παραγγελίας, Ταξινόμηση, παραγγελιών, παραγγελίες
- допустимість στα ελληνικά - παραδεκτού, παραδεκτό, το παραδεκτό, του παραδεκτού, απαραδέκτου
Τυχαίες λέξεις
Хвилювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κινούμαι, κινώ, παριστάνω, ανακατεύω, επηρεάζω, αναδεύω, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Μεταφράσεις: κινούμαι, κινώ, παριστάνω, ανακατεύω, επηρεάζω, αναδεύω, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν