Επηρεάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επηρεάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикидатися, діяти, кохати, уражати, хвилювати, влада, владу, влади
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επηρεάζω
επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επηρεάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επευφημίες στα ουκρανικά - аплодисменти, оплески, схвалення
- επευφημώ στα ουκρανικά - аплодуйте, аплодувати, вітати, проголосити, схвалити, проголошувати, плескати, ...
- επιβάλλω στα ουκρανικά - влаштовувати, установлювати, примусити, впертість, розбити, спонукайте, метастаз, ...
- επιβάτης στα ουκρανικά - сідок, пасажирський, пасажир, пасажирка, пасажира
Τυχαίες λέξεις
Επηρεάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прикидатися, діяти, кохати, уражати, хвилювати, влада, владу, влади
Μεταφράσεις: прикидатися, діяти, кохати, уражати, хвилювати, влада, владу, влади