Цілковито στα ελληνικά

Μετάφραση: цілковито, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιητικά, εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, απόλυτα
Цілковито στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • базиліка στα ελληνικά - βασιλική, βασιλικής, βασιλική του, τη Βασιλική, βασιλική της
  • замірок στα ελληνικά - zamirok
  • каркання στα ελληνικά - κράξιμο, CAW, κράζω, κρωγμός, διαρκούς αξιοπλοΐας
  • касетна στα ελληνικά - κασέτα, κασέτας, Cassette, Κασετόφωνο, κασετών
Τυχαίες λέξεις
Цілковито στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιητικά, εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, απόλυτα