Чванливий στα ελληνικά
Μετάφραση: чванливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνικτικός, αγέρωχος, υπεροπτικός, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воля στα ελληνικά - καταιγισμός, θα, θα είναι, θα το, βούληση
- дилерський στα ελληνικά - έμπορος, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπεία, διανομής, εμπορικής αντιπροσωπεύσεως, εμπορικής αντιπροσώπευσης
- дорогою στα ελληνικά - δρόμος, δρόμο, οδική, δρόμου, οδικό
- заповідати στα ελληνικά - κληροδοτώ, κληροδοτούν, κληροδοτήσουν, κληροδοτήσουμε, να κληροδοτήσουν
Τυχαίες λέξεις
Чванливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, αγέρωχος, υπεροπτικός, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, αγέρωχος, υπεροπτικός, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές