Αποπνικτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποπνικτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нецікавий, нудний, чванливий, занудливий, спертий, спекотний, пекучий, спекотного, спекотливий, спекотне
Αποπνικτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποπνικτικός

αποπνικτικός συνωνυμα, αποπνικτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποπνικτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποπληρωμή στα ουκρανικά - віддавати, відшкодовувати, відплачувати, повертати, погашення
  • αποπνέων στα ουκρανικά - відновити, apopneon
  • αποπνιχτικός στα ουκρανικά - скупий, щільний, відокремлений, скритий, скупій, задушливий, душний, ...
  • αποποίηση στα ουκρανικά - перенумерувати, перенумеровувати, відмова, відмову, відмови
Τυχαίες λέξεις
Αποπνικτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нецікавий, нудний, чванливий, занудливий, спертий, спекотний, пекучий, спекотного, спекотливий, спекотне