Чоловіки στα ελληνικά
Μετάφραση: чоловіки, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεξ, φύλο, έρωτας, άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аксельбант στα ελληνικά - βάτραχος, aiguillette
- внутрішньодержавний στα ελληνικά - κατοικίδιος, οικιακός, εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
- зазублювати στα ελληνικά - βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- заповзятливість στα ελληνικά - επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικότητας, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
Τυχαίες λέξεις
Чоловіки στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεξ, φύλο, έρωτας, άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες
Μεταφράσεις: σεξ, φύλο, έρωτας, άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες