Чітко στα ελληνικά
Μετάφραση: чітко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρητώς, σαφώς, λεγεώνα, σαφήνεια, με σαφήνεια, καθαρά, ξεκάθαρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амплітудна στα ελληνικά - πλάτος, εύρος, πλάτους, εύρους, το πλάτος
- велюр στα ελληνικά - βελούδινος, βελούδο, Βελουτέ, Βελούδο, Velour, Βελούδινα, Βελούδινο
- вовну στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
- евакуйований στα ελληνικά - μετακινούμενος από επικίνδυνη θέση, εκκενούμενος από επικίνδυνη θέση
Τυχαίες λέξεις
Чітко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρητώς, σαφώς, λεγεώνα, σαφήνεια, με σαφήνεια, καθαρά, ξεκάθαρα
Μεταφράσεις: ρητώς, σαφώς, λεγεώνα, σαφήνεια, με σαφήνεια, καθαρά, ξεκάθαρα