Швидко στα ελληνικά
Μετάφραση: швидко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, γοργά, γρήγορος, άπταιστα, γρήγορα, σύντομα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- будиночок στα ελληνικά - μαξιλάρι, οίκημα, κατάλυμα, Lodge, καταθέσει, καταφύγιο
- військовополонений στα ελληνικά - δέσμιος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, αιχμάλωτος πολέμου των
- доочищення στα ελληνικά - ευγενικός, διύλισης, διύλιση, εξευγενισμό, εξευγενισμού, ραφινάρισμα
- кріпак στα ελληνικά - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
Τυχαίες λέξεις
Швидко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, γοργά, γρήγορος, άπταιστα, γρήγορα, σύντομα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη
Μεταφράσεις: σύντομος, γοργά, γρήγορος, άπταιστα, γρήγορα, σύντομα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη