Широковживаний στα ελληνικά

Μετάφραση: широковживаний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, κοινός, που χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιείται συνήθως, συνήθως χρησιμοποιούνται, συνήθως χρησιμοποιείται
Широковживаний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виліковний στα ελληνικά - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
  • гадати στα ελληνικά - προσδοκώ, αναμένω, σκέφτομαι, περιμένω, φαντάζομαι, νομίζω, σκέπτομαι, ...
  • жахаючий στα ελληνικά - καταπληκτική, καταπληκτικό, τεράστια, τεράστιο, εξαιρετικό
  • курити στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Τυχαίες λέξεις
Широковживаний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, κοινός, που χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιούνται συνήθως, χρησιμοποιείται συνήθως, συνήθως χρησιμοποιούνται, συνήθως χρησιμοποιείται