Шлюпка στα ελληνικά

Μετάφραση: шлюпка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
Шлюпка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • директорство στα ελληνικά - θέση του διευθυντή, διευθύνοντες, ΔΣ, μέλους ΔΣ, διευθυντική
  • дуже-дуже στα ελληνικά - ειδικά, πολύ, ιδίως, μενεξές, επίσης, υπερβολικά, εξαιρετικά, ...
  • законно στα ελληνικά - συντρίβω, γλείφω, τεκμηρίωση, νικώ, δικαιολογία, αιτιολογία, νόμιμα, ...
  • маточку στα ελληνικά - γουδοχέρι, ύπερο, ύπερος, ιγδίο, υπέρου
Τυχαίες λέξεις
Шлюпка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών