Шматочок στα ελληνικά
Μετάφραση: шматочок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίμωτρο, αποφάγια, φέτα, κομματάκι, μπουκιά, μεζέ, αλίπαστο, μικρό τεμάχιο
Μεταφράσεις
- абзац στα ελληνικά - υπόδειξη, παράγραφος, ανεξαρτησία, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
- застібка στα ελληνικά - σφίγγω, καρφίτσα, πόρπη, κούμπωμα, Πόρπη επί, αγκράφα
- кіт στα ελληνικά - γάτα, γάτας, cat, γάτες, της γάτας
- медикамент στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
Τυχαίες λέξεις
Шматочок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίμωτρο, αποφάγια, φέτα, κομματάκι, μπουκιά, μεζέ, αλίπαστο, μικρό τεμάχιο
Μεταφράσεις: φίμωτρο, αποφάγια, φέτα, κομματάκι, μπουκιά, μεζέ, αλίπαστο, μικρό τεμάχιο