Шнур στα ελληνικά
Μετάφραση: шнур, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλλειψη, υστέρημα, κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου
Μεταφράσεις
- активуйте στα ελληνικά - ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
- асистент στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- землеміри στα ελληνικά - λίμνη, επιθεωρητές, τοπογράφους, τοπογράφοι, τους επιθεωρητές, επιθεωρητές που
- легкі στα ελληνικά - φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Τυχαίες λέξεις
Шнур στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλλειψη, υστέρημα, κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου
Μεταφράσεις: έλλειψη, υστέρημα, κορδόνι, καλώδιο, μυελού, μυελό, λώρου