Штовхати στα ελληνικά

Μετάφραση: штовхати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωμένος, μπήγω, σπρώχνω, ώθηση, κύρτωμα, καρούμπαλο, κραδασμός, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Штовхати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • античний στα ελληνικά - κλασσικός, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
  • бенкетування στα ελληνικά - γλέντι, συμποσίου, εορτασμού, γλέντια, συμπόσιο
  • галасом στα ελληνικά - ρίχνομαι, θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
  • жіночий στα ελληνικά - θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Τυχαίες λέξεις
Штовхати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωμένος, μπήγω, σπρώχνω, ώθηση, κύρτωμα, καρούμπαλο, κραδασμός, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης