Штрейкбрехер στα ελληνικά
Μετάφραση: штрейкбрехер, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδότης, απατεώνας, απεργοσπάστης, μελάνωση, μελανώσεως, από μελάνωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виключність στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- грузлий στα ελληνικά - επίμονος, ανυποχώρητος, ιξώδης, παχύρρευστο, ιξώδη, παχύρευστο, ιξώδεις
- запилення στα ελληνικά - γονιμοποίηση, επικονίαση, επικονίασης, την επικονίαση, της επικονίασης
- кокарда στα ελληνικά - κονκάρδα, κονκάρδας, σήμα στον πίλο, την κονκάρδα, κοκάρδα
Τυχαίες λέξεις
Штрейкбрехер στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδότης, απατεώνας, απεργοσπάστης, μελάνωση, μελανώσεως, από μελάνωση
Μεταφράσεις: καταδότης, απατεώνας, απεργοσπάστης, μελάνωση, μελανώσεως, από μελάνωση