Шукати στα ελληνικά
Μετάφραση: шукати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίζα, αναζήτηση, ψαχουλεύω, βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відступати στα ελληνικά - περικόπτω, υποχώρηση, καταφύγιο, υποχώρησης, ησυχαστήριο, κατάλυμα
- гардероб στα ελληνικά - γκαρνταρόμπα, ντουλάπα, ντουλάπας, την ντουλάπα, την γκαρνταρόμπα
- дарування στα ελληνικά - ικανότητα, δωρεά, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
- злочин στα ελληνικά - προσβολή, αδίκημα, παράβαση, έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Шукати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίζα, αναζήτηση, ψαχουλεύω, βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Μεταφράσεις: ρίζα, αναζήτηση, ψαχουλεύω, βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή