Εύρημα στα ουκρανικά
Μετάφραση: εύρημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знахідка, розв'язання, рішення, виявити, орієнтація, винахід, знайти, відкриття, шукати, присуд, знаходити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύρημα
αρχαιολογικό εύρημα, εύρημα συνωνυμο, εύρημα της αμφίπολης, πλασματικό εύρημα, εύρημα στα αγγλικά, εύρημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εύρημα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εύπιστος στα ουκρανικά - легковірний, довірливий, довірлива, наївний
- εύπορος στα ουκρανικά - багатства, притока, приплив, притоку, ощадливий, господарський, бережливий, ...
- εύρος στα ουκρανικά - амплітудна, амплітудне, повнота, обшир, простір, ширина
- εύσαρκος στα ουκρανικά - огрядний, гладкий, опасистий, товстий, гладка
Τυχαίες λέξεις
Εύρημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: знахідка, розв'язання, рішення, виявити, орієнтація, винахід, знайти, відкриття, шукати, присуд, знаходити
Μεταφράσεις: знахідка, розв'язання, рішення, виявити, орієнтація, винахід, знайти, відкриття, шукати, присуд, знаходити