Імпровізація στα ελληνικά

Μετάφραση: імпровізація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρμοστος, απρεπής, αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμού, αυτοσχεδιασμό, τον αυτοσχεδιασμό, ο αυτοσχεδιασμός
Імпровізація στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • врівноваження στα ελληνικά - ησυχασμός, γαλήνη, ηρεμία, εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, ...
  • гліцинія στα ελληνικά - σκεπτικός, γλυκίνη, Wisteria, γλυσίνα, νεφροσία, γλυσίνες
  • замки στα ελληνικά - κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδώματα, τις κλειδαριές
  • котел στα ελληνικά - καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
Τυχαίες λέξεις
Імпровізація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρμοστος, απρεπής, αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμού, αυτοσχεδιασμό, τον αυτοσχεδιασμό, ο αυτοσχεδιασμός