Ανάρμοστος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імпровізація, експромт, експромтом, невідповідний, непідходящий
Ανάρμοστος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος

ανάρμοστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανάρμοστος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανάπηρος στα ουκρανικά - калічити, покалічити, вторгнутися, каліка, привілейований, інвалід, инвалид, ...
  • ανάπτυξη στα ουκρανικά - покращення, зріст, створіння, продукт, культура, вирощення, розробка, ...
  • ανάρρωση στα ουκρανικά - видужування, надолужує, відновлення, відбудову, поновлення
  • ανάρτηση στα ουκρανικά - підвішування, суспензія, висячий, вішання, підвіска, подвеска
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: імпровізація, експромт, експромтом, невідповідний, непідходящий