Індикативний στα ελληνικά
Μετάφραση: індикативний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίνακας, φλας, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двоїстий στα ελληνικά - διπλός, διπλής, διπλή, διπλό, διπλού
- епідерма στα ελληνικά - επιδερμίδα, επιδερμίδας, επιδερμίδος, την επιδερμίδα, της επιδερμίδας
- кмин στα ελληνικά - κύμινο, κύμινου, το κύμινο, κίμινο
- лютою στα ελληνικά - ολέθριος, απελπισμένος, θλιβερός, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, ...
Τυχαίες λέξεις
Індикативний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίνακας, φλας, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
Μεταφράσεις: πίνακας, φλας, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές