Łam στα ελληνικά
Μετάφραση: łam, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήλη, κολόνα, στήλης, της στήλης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwodny στα ελληνικά - άνυδρος, άνυδρο, ανύδρου, άνυδρου, άνυδρη
- docześnie στα ελληνικά - χρονικά, προσωρινά, χρονικώς, προσωρινά να, με χρονική
- gamoń στα ελληνικά - βλάκας, βλάχος, χωριάτης
- hojnie στα ελληνικά - γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, πλούσια, πολυτελώς, lavishly
Τυχαίες λέξεις
Łam στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήλη, κολόνα, στήλης, της στήλης
Μεταφράσεις: στήλη, κολόνα, στήλης, της στήλης