Ślubować στα ελληνικά
Μετάφραση: ślubować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, τάμα, τον όρκο, ευχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chemoterapeutyczny στα ελληνικά - χημειοθεραπευτικό, χημειοθεραπευτικά, χημειοθεραπευτικούς, χημειοθεραπευτικών, χημειοθεραπευτική
- deskryptor στα ελληνικά - Περιγραφέας
- dławienie στα ελληνικά - ασφυξία, στραγγαλισμός, στραγγαλισμού, στραγγαλισμό, επιτάχυνσης, στραγγαλιστική
- glazura στα ελληνικά - βερνικώνω, γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
Τυχαίες λέξεις
Ślubować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, τάμα, τον όρκο, ευχή
Μεταφράσεις: τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, τάμα, τον όρκο, ευχή