Żywot στα ελληνικά
Μετάφραση: żywot, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωή, ισόβιος, μήτρα, βίος, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Μεταφράσεις
- diecezjalny στα ελληνικά - επαρχιούχος, diocesan, επισκοπής, επαρχιούχους, Επισκοπικά
- doszczętny στα ελληνικά - ριζικός, περατώνω, ολοκληρώνω, λεπτομερής, ολόκληρος, εξονυχιστικός, σκούπισμα, ...
- dyktator στα ελληνικά - υπαγόρευση, δικτάτορας, ορθογραφία, δικτάτορα, δικτάτορα της, του δικτάτορα
- franciszkanin στα ελληνικά - Φραγκισκανών, Φραγκισκανός, των Φραγκισκανών, Φραγκισκανό, Φραγκισκανοί
Τυχαίες λέξεις
Żywot στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωή, ισόβιος, μήτρα, βίος, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Μεταφράσεις: ζωή, ισόβιος, μήτρα, βίος, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής