Alpinistyka στα ελληνικά

Μετάφραση: alpinistyka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορειβασία
Alpinistyka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alpaka στα ελληνικά - αιγοκάμηλος, αλπάκας, αλπακά, alpaca, αλπακα
  • alpinista στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
  • alt στα ελληνικά - υψόμετρο, κοντράλτο, Alto, άλτο, Αΐίο, αλτο
  • altana στα ελληνικά - κρεβατίνα, περβόλι, κληματαριά, Arbor, Άρμπορ, άτρακτο, ομπρέλα ήλιου
Τυχαίες λέξεις
Alpinistyka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορειβασία