Ορειβασία στα πολωνικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taternictwo, alpinistyka, wspinaczka, wspinaczkowy, wspinaczki, wspinaczkowa, skałkowa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ορειβασία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα πολωνικά - chmara, tabun, gromada, horda, orda, Horde, hordy, ...
- ορειβάτης στα πολωνικά - wspinacz, góral, taternik, pnącze, alpinista, Mountaineer
- ορεινός στα πολωνικά - górzysty, śródgórski, górski, górskich, górzyste, górzysta
- ορεκτικό στα πολωνικά - przystawka, rozrusznik, przekąska, zakąska, przystawek, appetizer
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: taternictwo, alpinistyka, wspinaczka, wspinaczkowy, wspinaczki, wspinaczkowa, skałkowa
Μεταφράσεις: taternictwo, alpinistyka, wspinaczka, wspinaczkowy, wspinaczki, wspinaczkowa, skałkowa