Animować στα ελληνικά
Μετάφραση: animować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμψυχος, εμψυχώνω, ζωντανεύω, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Μεταφράσεις
- animistyczny στα ελληνικά - ανιμιστικής, ανιμιστική, ανιμιστικές, ανιμιστικό, οι ανιμιστικές
- animizm στα ελληνικά - ανιμισμός, ανιμισμού, ανιμισμό, animism, τον ανιμισμό
- animozja στα ελληνικά - εμπάθεια, εχθρότητα, κακεντρέχεια, καταφορά, έχθρα, εχθρότητας, η εχθρότητα, ...
- animusz στα ελληνικά - σφρίγος, πνεύμα, θάρρος, γενναιότητα, ζέση, νοστιμάδα, ξύσμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Animować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμψυχος, εμψυχώνω, ζωντανεύω, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Μεταφράσεις: έμψυχος, εμψυχώνω, ζωντανεύω, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση