Apostoł στα ελληνικά
Μετάφραση: apostoł, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apostolski στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
- apostolstwo στα ελληνικά - αποστολικό, αποστολικό έργο
- apostołować στα ελληνικά - συνήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος, υποστηρικτής
- apostrof στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
Τυχαίες λέξεις
Apostoł στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
Μεταφράσεις: απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου