Balotować στα ελληνικά

Μετάφραση: balotować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουκούτσι, ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
Balotować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balotaż στα ελληνικά - ballotage
  • balotowanie στα ελληνικά - ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
  • balować στα ελληνικά - παρέα, συμβαλλόμενος, χορεύω, εκδρομή, διασκεδάζω, γλέντι, τζάνκετ, ...
  • balowy στα ελληνικά - μπάλα, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
Τυχαίες λέξεις
Balotować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουκούτσι, ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο