Balsamować στα ελληνικά
Μετάφραση: balsamować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρωμα, ευωδιά, ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- balsamista στα ελληνικά - Η, Το, ο, την, τη
- balsamowanie στα ελληνικά - ταρίχευσης
- balsamowy στα ελληνικά - γλυκός, βάλσαμο, Balm, Βάλσαμα, το βάλσαμο, βάλσαμο για
- balustrada στα ελληνικά - πεζούλα, κιγκλίδωμα, κιγκλιδώματος, κάγκελα, παραπέτο, κάγκελο
Τυχαίες λέξεις
Balsamować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρωμα, ευωδιά, ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
Μεταφράσεις: άρωμα, ευωδιά, ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα