Bezpośrednio στα ελληνικά

Μετάφραση: bezpośrednio, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμέσως, ευθύς, ίσιος, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Bezpośrednio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezpołączeniowy στα ελληνικά - χωρίς σύνδεση, connectionless, ασυνδεσιστρεφής, άνευ συνδέσεως
  • bezpośredni στα ελληνικά - ευθύς, απλός, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, ανεπίσημος, ίσιος, απόλυτος, ...
  • bezpośredniość στα ελληνικά - αμεσότητα, ευθύτητα, αμεσότητας, την αμεσότητα, η αμεσότητα
  • bezprawie στα ελληνικά - ανομία, ανομίας, την ανομία, παρανομίας, παρανομία
Τυχαίες λέξεις
Bezpośrednio στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμέσως, ευθύς, ίσιος, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση